Αν έχεις ποτέ επισκεφθεί το χωριό σου (ή έστω το χωριό κάποιου που σε τράβηξε με το ζόρι), ξέρεις ότι κάθε τέτοια απόπειρα συνοδεύεται από μια υποδοχή που ισορροπεί ανάμεσα στο «έλα παιδί μου να σε αγκαλιάσω» και στο «ποιος είσαι εσύ και γιατί μοιάζεις με κάποιον που πέθανε το ’72». Είναι το λεγόμενο cringe moment του χωριού, μια εμπειρία που συνδυάζει νοσταλγία, αμηχανία και κάμποση ανικανότητα να εξηγήσεις πώς δουλεύει το Wi-Fi.
Η Γιαγιά-Θεία: Ο κλασικός μαραθώνιος αποριών
Η γιαγιά-θεία δεν είναι κανονική θεία, ούτε γιαγιά. Είναι εκείνη η μακρινή συγγενής που όλοι αποκαλούν «θεία», παρόλο που μάλλον ήταν γειτόνισσα κάποτε. Όταν μπαίνεις στο σπίτι, σε αγκαλιάζει τόσο σφιχτά που νομίζεις ότι συμμετέχεις σε κάποιο άτυπο χωριάτικο wrestling.
«Πώς μεγάλωσες έτσι!» σου λέει. Και εσύ, με όλη την ευγένεια του κόσμου, προσπαθείς να μην της απαντήσεις ότι οι άνθρωποι μεγαλώνουν με τον χρόνο.
Μετά έρχονται οι κλασικές ερωτήσεις:
• «Παντρεύτηκες;»
• «Δουλεύεις;»
• «Πόσο έδωσες για αυτά τα παπούτσια; Μοιάζουν άβολα!»
Και όλα αυτά ενώ η γιαγιά-θεία τσεκάρει αν θυμίζεις τον θείο Κώστα που κάποτε είχε φάει τρεις καλαματιανές ελιές με ένα κουτάλι μέλι και ζούσε να το λέει μέχρι τα 85.
Ο Ξάδερφος του Παππού: Η ζωντανή χρονοκάψουλα
Κάπου εκεί εμφανίζεται και ο ξάδερφος του παππού, ο οποίος με κάποιο μαγικό τρόπο θυμάται μέχρι και τη στιγμή που ο παππούς σου έπεσε από την καρέκλα του σχολείου το ’44. Και ξέρεις τι είναι το πιο ωραίο;
«Του μοιάζεις, ξέρεις!» σου λέει. Και ενώ εσύ σκέφτεσαι «ποιος μοιάζει με έναν άνθρωπο που είχε μούσι μέχρι τον αφαλό και φορούσε μπερέ;», εκείνος ήδη έχει βγάλει μια φωτογραφία του παππού από την τσέπη για να σου αποδείξει ότι είσαι… φτυστός.
Μετά ακολουθεί η πιο σουρεαλιστική στιγμή. Σου εξηγεί για τις περιπέτειες του παππού με τα χωράφια, το βόδι, και τον φοροεισπράκτορα που κάποτε τους κυνηγούσε. Όλα αυτά τα διηγείται με τόσες λεπτομέρειες που, αν ήσουν λίγο πιο αφελής, θα πίστευες ότι υπάρχει ταινία του Netflix με τίτλο «Ο παππούς και το βόδι: Η εκδίκηση του ΕΝΦΙΑ».
«Βαθιές» γνώσεις που δεν έχεις
Αφού λοιπόν σε έχει εξετάσει η γιαγιά-θεία και έχεις περάσει το τεστ DNA με τον ξάδερφο του παππού, ξεκινάει η πραγματική δοκιμασία. Όλοι στο χωριό πιστεύουν ότι είσαι άσχετος.
• «Δεν ξέρεις να ανάψεις ξυλόσομπα;»
• «Δεν ξέρεις να κουρεύεις τα πρόβατα;»
• «Τι πάει να πει δεν ξέρεις τι είναι το κουρμούτσο; Είσαι νέος και χαμένος!»
Και εσύ, που έχεις μεγαλώσει με Netflix, Instagram και ηλεκτρικό καλοριφέρ, νιώθεις σαν να σε κατηγορούν ότι δεν ξέρεις να χειρίζεσαι δορυφόρο της NASA.
Και φυσικά, ό,τι και να πεις για να υπερασπιστείς τον εαυτό σου είναι άκυρο.
«Εμείς στην ηλικία σου ξέραμε να φτιάχνουμε τραχανά με τα χέρια μας!».
Και εσύ απαντάς: «Εγώ στην ηλικία μου ξέρω να παραγγέλνω τραχανά από εφαρμογή!».
Το χωριό: Μια εμπειρία ζωής (και λίγο PTSD)
Η υποδοχή στο χωριό είναι ένα crash test πολιτισμών. Εσύ κουβαλάς την τεχνολογία, το streaming και την καφεΐνη του καπουτσίνο, ενώ αυτοί κουβαλούν ιστορίες, αναμνήσεις και την ικανότητα να θυμούνται ποιος παντρεύτηκε ποιον το ’56. Κάπου εκεί βρίσκετε μια ισορροπία, συνήθως πάνω από ένα τραπέζι γεμάτο φαγητό.
Γιατί, στο τέλος της ημέρας, ναι, θα ακούσεις ιστορίες που δεν σε αφορούν, θα συγκρίνεσαι με έναν παππού που δεν γνώρισες και θα δεχτείς ότι το κουρμούτσο είναι χρήσιμο, αν και δεν ξέρεις τι ακριβώς κάνει. Αλλά θα φύγεις γεμάτος φαγητό, αγκαλιές και μια αίσθηση ότι, όσο cringe κι αν είναι, το χωριό πάντα θα είναι ένας μικρός κόσμος που, με τον δικό του τρόπο, σου λέει: «Εδώ ανήκεις».
Έστω κι αν δεν ξέρεις να κουρεύεις τα πρόβατα.
